Ζώντας -εγγύς- στις περιοχές του Υπέροχου Αγνώστου

 

(Φως Ιερόσυλο)

 

 

Τούτη λοιπόν η σιωπή

είναι ξέρεις ολόκληρη η ζωή

είναι όλες οι δονήσεις

που γίνανε ήχος ρυθμικός

κι ύστερα ξαφνικά σταμάτησαν

γιατί δεν ήξερα πως να τις ακούσω.

 

Τούτη λοιπόν τη φλόγα

είναι που κράτησα

γιατί δεν πρόλαβε φωτιά να γίνει

που δεν ενηλικιώθηκε ποτέ

κι έμεινε στη καρδιά μου

σαν παράπονο

ή σαν τραγούδι μισοτελειωμένο.

 

Έρχεται ακόμα ένα πρωινό

έρχεται ζωσμένο μια άρρυθμη συνέχεια

έρχεται κλεισμένο σε μια αμαρτία

καλπάζει αγάπη μου

η σκέψη και γίνεται ακέραιος στοχασμός

και γίνεται φονιάς στυγνός.

 

Τούτη λοιπόν η αναμονή

είναι ολόκληρη η παρουσία

είναι η δίψα να σε στοιχίσει πίσω απ'τη θύελλα

να σε φωτίσω μέσα στη Μέγιστη Σκιά

να σε αναστήσω μέσα μου ξανά

να σε στηρίξω

πριν σε γκρεμίσω πάλι.

 

Τούτη λοιπόν η ανάσα

είναι ολόκληρη η ζωή

ένα παιδί που ξέχασε στις ζωγραφιές του

το κόκκινο και το γαλάζιο

ένα καράβι

που σάλπαρε με τα πανιά του πυρωμένα

πριν βυθιστεί στις απέραντες

της απελπισίας θάλασσες.

 

Έρχεται ακόμα ένα πρωινό

λουσμένο σ'ένα ιερόσυλο φως

στις παιδικές μου ανατροπές

ζητάει να με κλειδώσει

λίγη λαγνεία ποιητική

ίσως σπλαχνικά μου δώσει

και πριν επιστρέψω σ'εσένα

με κείνο το βλέμμα σου

όταν για πρώτη φορά

κάναμε έρωτα

ξανά, ακόμα μια φορά

θέλει να με σκοτώσει...