Κείνο που ματώνει...

 

Κείνο που ματώνει

Όταν τα χείλη του χρόνου το αγγίζουν

Όταν τα βλέφαρα του ανθρώπου το πληγώνουν

Όταν τα χέρια του πόνου το μικραίνουν

Δραπετεύει απ΄της απληστίας το μολυσμένο ήπαρ

Κι έρχεται να φιλοξενηθεί

Στο τέμενος με τις εφτά άρπες της Γυναίκας

Στο ιερό σου…

 

Κείνο που ήσυχα κούρνιαζε

Στην αγκαλιά του Αρχαίου των Ημερών

Τώρα που το μέτρησε η ματιά σου

Έχει ανάπτυγμα ένα άλλο σύμπαν

Και δεν αντέχει την βιοτή του ασθμαίνοντος καιρού

Και δεν κυοφορεί άλλη σκιά στα σωθικά του

Αναζητά το Πρώτο

Και το Έσχατο

Και στο χαμόγελό σου

Η αναζήτησή του ηλικιώνεται…

 

Και σαν το αγκαλιάσεις

Σαν έφηβο στοχασμό

Ή ενόραση Εκάτια

Ξέρει πως θα το φτερώσεις 

Στην απλωσιά των κόσμων

Πίσω θα το δώσεις

Αρτιωμένο μια ελευθερία πανάκριβη

Και μια αναπνοή

Απ΄του Άχρονου τα κρύφια δώματα

Που πνέει

Στου ανθρώπου το όνειρο

Και με το Εν στον έρωτά του

Μαυλιστικά κι αιώνια

αφήνεται…