Μέσα από τα μάτια σου
το ήξερα
πως ο κόσμος αυτός υπάρχει
εσύ μου τον έδειξες
όχι την πρώτη νύχτα
που σου κράτησα το χέρι
τόσο σφιχτά
που ο σφυγμός σου
λάγγεψε το δικό μου
άργησε να έρθει η στιγμή
χρειάστηκε καιρός
χρειάστηκαν λυγμοί
ζεστά, ιδρωμένα απογεύματα
στη φυλακή του δειλινού
και παγωμένα πρωινά
στο προαύλιο του ήλιου
αλλά ήρθε
πέρασα μέσα από τα μάτια σου
και ανοίχτηκε εμπρός μου!
τα χέρια σου ήταν οι πύλες
τα φιλιά σου ύγραναν το δρόμο
οι χυμοί σου πότισαν
με ιερότητα
το κάθε βήμα
τα δάκρυά σου
ράντισαν αιωνιότητα
το κάθε βλέμμα
μέσα απ'τα ορειχάλκινα μάτια σου
πέρασα
κι είχα εμπρός μου
ό,τι είχα ποθήσει περισσότερο
και δεν τολμούσα
ούτε να το ανασάνω
ένα πλεχτό καλάθι
από σιωπή και όνειρα
και το κορμί σου δρόσινο
και ξαπλωμένο
στην αμμουδιά του Απείρου...