Κορδέλες

 

Τα λουλούδια έβγαιναν απ’τις κόγχες

στους σπασμένους τοίχους

απ’τις ρωγμές των τσιμεντένιων δρόμων

στις άδειες αυλές

στα βρόμικα πεζοδρόμια

 

είδα τη σκιά σου

νωχελικά να σέρνει το βήμα της

στο ανήλικο φως του πρωινού

και ρίγησα

καθώς συμβαίνει με τους αδαείς

που σπάνια συναντιούνται με τέτοια καθαρότητα

με τόση πυκνότητα ύλης

με τους φύλακες της άλλης όχθης

 

και σάρωνες

σιγά σιγά

όλες τις επιφάνειες

τους όγκους των σπιτιών

τους ελεύθερους χώρους

τα γυμνά κατώφλια

 

βήμα με βήμα

 

ερχόσουν

 

Κάποιες κορδέλες ροζ και άσπρες

έπαιζαν ακόμη στη δροσιά της νέας μέρας

έτρεχαν, έφευγαν, χάνονταν

μικρά παιχνίδια, στιγματισμένα πια

απ’το φορτίο της μνήμης

και τη λαχτάρα των παιδιών

και το βρυαρό τους γέλιο

 

άλλος κανείς

δεν σε υποδέχτηκε

άλλος

ψυχή

δεν βρέθηκε κοντά σου

και δεν υπήρχε

 

και η σκιά σου

αντάμωνε πια εκείνη του μεγάλου λόφου

στ’ακροσύνορα της πόλης

το’χες πει

πως κάποια μέρα θα ενωθείς με τον αρχαίο βράχο

και όλα θ’αλλάξουν

κάτω απ’την απέραντη αγκαλιά σου

 

κι όλα θ’ανθίσουν πάλι

 

κι εγώ με όσες ανάσες πια

μου είχαν απομείνει

σ’εκλιπαρούσα

να βιαστείς

για να λυγίσει ο ήλιος

το αμείλικτο φως του

που έψηνε τις ενοχές

πάνω στο σώμα

 

και αφυδάτωνε από ομορφιά

και ποίηση

ό,τι είχε αφήσει ανέγγιχτο ακόμα

ο χρόνος

 

κάποιο όνειρο ίσως

σαν τις χρωματιστές κορδέλες

 

ρετάλι

να παίζει ελεύθερο

εδώ κι εκεί

 

ένιωσα να με αγγίζει

και χαμογέλασα…